54o Ιερατικό Συνέδριο
της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας
Εξαρχίας Κεντρώας Ευρώπης
Θέμα: «Τάξις ιερά»
Στουτγάρδη, 13-15 Νοεμβρίου 2024
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
του Σεβ. Μητροπολίτου Γερμανίας
Εξάρχου Κεντρώας Ευρώπης
κ. Αυγουστίνου
Σεβασμιώτατε και φίλτατε άγιε Κυδωνιών,
Θεοφιλέστατοι,
αγαπητοί μου πατέρες,
αδελφοί και αδελφές,
με ιδιαίτερη συγκίνηση σας καλωσορίζω στο 54ο Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας. Χαίρομαι χαρά μεγάλη ότι μάς αξιώνει ο Θεός και φέτος να μαζευτούμε εδώ από όλα τα άκρα της Γερμανίας, να ανταμώσουμε πρόσωπο προς πρόσωπο, να μιλήσουμε για τις χαρές και τις προκλήσεις της ποιμαντικής καθημερινότητάς μας και να συνεισφέρουμε με τις διαφορετικές προοπτικές και εμπειρίες μας στην καλλιέργεια του Αμπελώνα του Κυρίου εδώ στη Γερμανία.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω τις εισαγωγικές μου αυτές σκέψεις με κάποιες εικόνες από το παρελθόν:
Η πολυάριθμη Ρωμηοσύνη της Πόλης κατά τη δεκαετία του 1950 εξέπνεε έναν αέρα αρχοντικό, ο οποίος ερχόταν σε προφανή αντίθεση με το εκεί κυρίαρχο τουρκικό στοιχείο. Ερχόταν, όμως, σε αντίθεση και με την κατάσταση που επικρατούσε στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα, την οποία άφησα να πάω στη Χάλκη. Αν θα έπρεπε να περιγράψω αυτή την αντίθεση με δύο λέξεις, θα μιλούσα για την αυθεντική αρχοντιά από την μια και την αυθεντική απλότητα του πιστού Ελληνικού λαού της εποχής εκείνης από την άλλη. Η αυθεντική αρχοντιά της Πόλης έχει να κάνει, δίχως άλλο, με την κοινωνικοποίηση των Ρωμηών γύρω από τις κοινότητές τους, δηλαδή γύρω από την Εκκλησία τους, την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, το σεπτό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.
Τα έξι χρόνια που έζησα στη Χάλκη ως μαθητής των τελευταίων δύο τάξεων του Λυκείου και ως ιεροσπουδαστής ήσαν χρόνια που, όπως είναι φυσικό, συντέλεσαν καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Και δεν ήταν τόσο η σπουδή των ιερών γραμμάτων η αιτία, όσο η κοινοβιακή ζωή που εκτυλισσόταν γύρω από το ναΰδριο της Σχολής. Όπως ξέρετε, η Χάλκη είναι μοναστήρι και μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής των τότε μαθητών και ιεροσπουδαστών ήταν αφιερωμένο στην προσευχή. Μια προσευχή που γινόταν με την αρχοντιά και την ιεροπρέπεια που αρμόζει στη λατρεία του αληθινού Θεού μας και στη συνείδηση των χριστιανών ως πιστού λαού Του.
Η αυθεντική αρχοντιά για την οποία μίλησα παραπάνω αναδυόταν από τη λειτουργική ζωή όχι μόνο στο Φανάρι, στο Μέγα Μοναστήρι, και στη Χάλκη, αλλά και σε όλες τις Εκκλησίες της Πόλης. Αυτή η λειτουργική αρχοντιά με συνέπαιρνε και μέχρι σήμερα με συνεπαίρνει, όταν βρίσκομαι εκεί – παρότι οι συνθήκες για την Πολίτικη Ρωμηοσύνη μας έχουν αλλάξει δραματικά. Αυτή η λειτουργική ζωή, που στην ουσία της παρέμεινε αναλλοίωτη στους αιώνες ως δοξολογία Εκείνου που ήταν, που είναι και που τον προσμένουμε να ξαναέρθει (Αποκ 1, 4), λαμβάνει χώρα σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο τυπικό, αλλά και κατά μία συγκεκριμένη τάξη, την οποία δεν διδάσκεται κανείς στα βιβλία, αλλά βιώνει συλλειτουργώντας εκεί εντός και εκτός θυσιαστηρίου.
Ως θρυλούμενο, αυτή η λειτουργική αρχοντιά ήταν εκείνη που κατά το Πρώτο Χρονικό ή Χρονικό του Νέστωρος που έστρεψε τους Ρώσους στο να προσέλθουν στην Ορθοδοξία. Όταν ο Βλαδίμηρος του Κιέβου αποφάσισε να μεταστραφεί αυτός και ο λαός του, οι Ρως, από την ειδωλολατρία σε κάποια μονοθεϊστική θρησκεία, έστειλε απεσταλμένους στους Βουλγάρους του Βόλγα, που ήσαν μουσουλμάνοι, στους Γερμανούς που ήσαν Λατίνοι και στους Έλληνες. Για τους μουσουλμάνους Βούλγαρους του Βόλγα οι απεσταλμένοι ανέφεραν ότι δεν υπάρχει χαρά ανάμεσά τους, μόνο λύπη και μεγάλη δυσωδία. Στις ζοφερές εκκλησίες των Γερμανών οι απεσταλμένοι του δεν βρήκαν ομορφιά. Αλλά στην Αγία Σοφία εντυπωσιάστηκαν από το πανηγυρικό τελετουργικό της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και λέγεται πως είπαν στον Βλαδίμηρο: «Δεν ξέραμε, αν ήμασταν στον ουρανό ή στη γη». Αυτή η εμπειρία της λειτουργικής ομορφιάς ήταν που έπεισε το Βλαδίμηρο και έκανε τον λαό του και τους απογόνους του Ορθοδόξους.
Η λειτουργική αυτή ομορφιά, που όπως και κάθε ομορφιά σώζει, δεν είναι τυχαίο γεγονός. Εκπηγάζει από την λειτουργική τάξη, η οποία δεν είναι τυπολατρία, αλλά το αποτέλεσμα διαρκούς σπουδής της παραδόσεως της Μεγάλης Εκκλησίας. Δεν είναι τυπολατρία, παρότι αυστηρή τήρηση του λειτουργικού τυπικού. Είναι μια τάξη στην οποία τίποτα δεν υπάρχει περιττό. Είναι μια τάξη στην οποία όλα έχουν τον τόπο τους κι ο καθένας το διακριτό του ρόλο, από τον ιερόπαιδα μέχρι τον ίδιο τον Πατριάρχη του Γένους. Όπου όλα συμβαίνουν «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν» (Α΄Κορ 14,40), αφού, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλὰ εἰρήνης» (Α΄Κορ 14,40). Γι’ αυτό και μετά από κάθε ακολουθία στο Φανάρι νιώθει κανείς ειρήνη. Αφού ακριβώς αυτό το σκοπό έχει το λειτουργικό τυπικό: να καταπολεμά την λόγω ευλάβειας υπερβολή ή λόγω ασχετοσύνης αυθαιρεσία και να γεννά ειρήνη.
Στο σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος κάθε μέρα εγκαταλείπεται όλο και πιο πολύ στο χάος του κόσμου, που κατ’ άνθρωπον δεν έχει σωτηρία, όλοι εμείς καλούμαστε να να γίνουμε ειρηνοποιοί, να μεταφέρουμε αυτή την ειρήνη στον κόσμο που δεν είναι δική μας αλλά Εκείνου (πρβλ. Ιω 14,27) που δημιούργησε και αναδημιούργησε τον κόσμο. Αντιλαμβάνεστε πως η τήρηση της ιεράς τάξεως είναι υπ’ αυτήν την έννοια εντολή, «ἴνα ζήσῃ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ», και δεν επαφίεται στη διακριτική μας ευχέρεια.
Η σπουδαιότητα του θέματος φαίνεται κι από το γεγονός ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το διαπραγματευόμαστε στο ιερατικό συνέδριό μας. Το συγκεκριμένο θέμα το έχουμε εξετάσει και στο παρελθόν, το 1996. Τότε κύριος ομιλητής ήταν ο καθηγητής Αναστάσιος Κάλλης, ο γνωστός τοις πάσι διακεκριμένος Ορθόδοξος θεολόγος του γερμανόφωνου χώρου, στον οποίο η Εκκλησία μας, κυρίως αυτή που παροικεί στην Γερμανία, χρωστά πολλά. Εκτός του ομιλούντος ελάχιστοι των παρισταμένων ήσαν παρόντες και τότε.
Σήμερα έχουμε κοντά μας μια αυθεντική μαρτυρία της αρχοντιάς της Πολίτικης Ρωμηοσύνης, ένα γνήσιο Φαναριώτη. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κυδωνιών κ. Αθηναγόρας είναι μεν τέκνο του Βοιωτικού Ορχομενού και χειροτονία σε διάκονο και πρεσβύτερο του τότε Θηβών και Λεβαδείας και νυν Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, αλλά σύντομα κλήθηκε στο Σεπτό Κέντρο. Ανταποκρινόμενος στην κλήση διακόνησε για σχεδόν είκοσι χρόνια τα Πατριαρχεία, κυρίως ως Μέγας Αρχιμανδρίτης στον Πανίερο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, στη διαδοχή των πρωτοπαπάδων της Αγιά- Σοφιάς. Από αυτή τη θέση ήταν υπεύθυνος για τη διδασκαλία της λειτουργικής τάξεως και παραδόσεως της Μεγάλης Εκκλησίας στον ιερό κλήρο της Βασιλεύουσας. Με πρόταση του Παναγιωτάτου η Αγία και Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε παμψηφεί Μητροπολίτη Κυδωνιών, ενώ σε τέσσερις ημέρες συμπληρώνονται δώδεκα χρόνια από την χειροτονία του σε Επίσκοπο. Είναι Πρόεδρος της Επιτροπής Εκδόσεως της Επετηρίδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του ημερολογίου δηλαδή της Πρωτόθρονης Εκκλησίας, του οποίου το πρώτο μέρος αποτελείται από το Τυπικό, καθώς και μέλος της Επιτροπής επί της Θείας Λατρείας και επί του Κανονικού Δικαίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καλώς ήλθατε, άγιε αδελφέ, στην ιερατική μας σύναξη. Είμαστε βέβαιοι ότι ανάμεσα μας δεν έχουμε απλώς έναν ειδήμονα της ιεράς τάξεως της Μητρός Εκκλησίας, αλλά την ενσάρκωσή της. Σάς καλωσορίζω και σάς ευχαριστώ εκ μέσης καρδίας για όσα κάματε και κάμετε προς Δόξα του Δοξάσαντος το γένος των ανθρώπων, αλλά και για το κόπο σας να έρθετε κοντά μας και να μας φωτίσετε.
Ευχαριστώ και τον π. Γεράσιμο, ο οποίος σε αυτό το έργο κλήθηκε να σάς διακονήσει και το κάνει, είμαι σίγουρος, με τρόπο θυσιαστικό, όπως και όλη η διακονία του.
Καλωσορίζω το ίδιο εγκάρδια και τους πατέρες από την Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος, τον γνωστό σε όλους ιδίως από την θητεία του στην Αθήνα Αρχιμανδρίτη Επιφάνιο Οικονόμου, ιεροκήρυκα της Μητροπόλεως, ο οποίος συν τοις άλλοις ερευνά και επιμελείται το συγγραφικό έργο του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χριστοδούλου, και τον Αρχιμανδρίτη Καλλίνικο Γεωργακόπουλο, γόνο πασίγνωστης λευιτικής οικογενείας, κατά σάρκα ανεψιό του παμφιλτάτου αγίου Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου. Η παρουσία τους εδώ μάς τιμά ιδιαίτερα και μάς δίνει την ευκαιρία να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας στον Ποιμενάρχη σας για την πολύπλευρη συνδρομή του, την οποία σάς παρακαλούμε να του μεταφέρετε μαζί με την πολλή εν Χριστώ αγάπη μας.
Κλείνοντας θέλω να ευχαριστήσω όπως πάντα θερμότατα τους Θεοφιλεστάτους Επισκόπους, οι οποίοι, όπως έχω πει, λέγονται μεν βοηθοί, αλλά είναι στην πραγματικότητα συνοδοιπόροι και συμπαραστάτες μου. Είμαι περήφανος εν Κυρίω γι’ αυτούς, για τον καθένα από αυτούς ξεχωριστά: τον άγιο Λεύκης κ. Ευμένιο, τον άγιο Αριανζού κ. Βαρθολομαίο, τον και Πρωτοσυγκελλεύοντά μου, τον άγιο Χριστουπόλεως κ. Εμμανουήλ και τον άγιο Αργυρουπόλεως κ. Αμβρόσιο. Τους ευχαριστώ εγκαρδίως γιατί όλα όσα έλαβαν ως δωρεά παρά Θεού, τα πολλά εκείνα προσφέρουν πάλι αυτονόητα στο λαό Του νυχθημερόν. Ευχαριστώ τους αμέσους συνεργάτες μου στο Μητροπολιτικό Γραφείο στη Βόννη, τον π. Μύρωνα, τον π. Πέτρο, τον π. Ελευθέριο και τον κ. Βλιαγκόφτη.
Ιδιαίτερα, όμως, να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου και πάλιν και πολλάκις όλους εσάς. Είμαι υπερήφανος για τον καθένα από εσάς ξεχωριστά, που λειτουργείτε τα άγια με την ιεροπρέπεια που ταιριάζει στην οικογένεια του Φαναρίου, που στα μήκη και στα πλάτη της Γερμανίας δίνετε μαρτυρία Χριστού και τούτου εσταυρωμένου και αναστάντος, που διακονείτε το λαό Του Θεού, και που βοηθάτε να σηκώνω το σταυρό που μου ανέθεσε η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.
Σάς ευχαριστώ θερμά
και εύχομαι ένα ευλογημένο συνέδριο!
Comments